- στοματάς
- ο1. αυθάδης.2. αυτός που έχει μεγάλο στόμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στοματάς — ο, ΝΜ, θηλ. στοματού Ν αυτός που έχει μεγάλο στόμα μσν. φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, ατος + κατάλ. άς (πρβλ. γλωσσ άς)] … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek